- ἀγραυλῶ
- ἀγραυλέωlive in the openpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀγραυλέωlive in the openpres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγραυλώ — ἀγραυλῶ ( έω) (Α) [ἄγραυλος] ζω στην ύπαιθρο, στους αγρούς, μακριά από κατοικημένο τόπο («ποιμένες ἀγραυλοῡντες») … Dictionary of Greek
Ἀγραύλῳ — Ἄγραυλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγραύλῳ — ἄγραυλος dwelling in the field masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγραύλωι — Ἀγραύλῳ , Ἄγραυλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγραύλωι — ἀγραύλῳ , ἄγραυλος dwelling in the field masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… … Dictionary of Greek
αγραυλίζομαι — (Μ) [ἄγραυλος] αγραυλώ* … Dictionary of Greek
συναγραυλώ — έω, Α ζω στον αγρό μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀγραυλῶ (< ἄγραυλος)] … Dictionary of Greek